πρόσαντα

πρόσαντα
Α
επίρρ. προς τα επάνω, κατά τον ανήφορο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἄντα «ίσια επάνω» (βλ. λ. άντα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • άντα — Ο μεγαλύτερος παραπόταμος (313 χλμ.) του Πάδου και τέταρτος σε μήκος ποταμός της Ιταλίας. Πηγάζει από τις Ρετικές Άλπεις σε ύψος 2.290 μ. και ο άνω ρους του διαρρέει την κοιλάδα Βαλτελίνα που σχημάτισαν οι διαβρώσεις των παγετώνων. Εκβάλλει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”